φονταμενταλισμός

φονταμενταλισμός
και φουνταμενταλισμός, ο, Ν
θρησκειολ. θεολογικό ρεύμα προτεσταντικής προέλευσης που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου και διακήρυσσε την απόλυτη και κατά γράμμα προσήλωση στα θεμελιώδη δόγματα τού χριστιανισμού, όπως αυτά διατυπώνονται ακριβώς στην Αγία Γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fondamentalisme < αγγλ. fundamentalism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουνταμενταλισμός — ο, Ν βλ. φονταμενταλισμός …   Dictionary of Greek

  • ισλαμικό κίνημα — Γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αφύπνιση του Ισλάμ ως πολιτικο θρησκευτικής ιδεολογίας που εκφράζεται είτε ως επιδίωξη εγκαθίδρυσης της ισλαμικής εξουσίας στις χώρες του Ισλάμ είτε ως πλήρης επιστροφή στις απαρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”